- μνήσομαι
- μιμνήσκωremindaor subj mid 1st sg (epic)μιμνήσκωremindfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνήσομ' — μνήσομαι , μιμνήσκω remind aor subj mid 1st sg (epic) μνήσομαι , μιμνήσκω remind fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek